- αλατουργία
- η [αλατουργός]παρασκευή ή κατεργασία τού αλατιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατουργός — ο αυτός που ασχολείται με την παρασκευή ή την κατεργασία τού αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + ουργός < έργον. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατουργείο, αλατουργία] … Dictionary of Greek